- κλέα
- κλέοςrumourneut nom/voc/acc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μπαντάρο, Κλέα — (1913 – 1968). Ελληνίδα ζωγράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λοζάνης και έζησε στην Αίγυπτο. Τα περισσότερα έργα της χαρακτηρίζονται από ένα ύφος σεζανικού ιμπρεσιονισμού. Είχε πάρει μέρος και σε διεθνείς εκθέσεις, μεταξύ των οποίων και… … Dictionary of Greek
κλέ' — κλέα , κλέος rumour neut nom/voc/acc pl (epic) κλέε , κλέω tell of pres imperat act 2nd sg κλέε , κλέω tell of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… … Dictionary of Greek
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
Θυιάδες — Μυθολογικά πρόσωπα. Αναφέρονται και ως Θυάδες, Θυίες και Θυστάδες. Σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν ιέρειες του Διονύσου, ανάλογες με τις Βάκχες και τις Μαινάδες. O Ησύχιος θεωρούσε ότι επρόκειτο για άλλη ονομασία των Βακχών, ενώ ο Παυσανίας τις… … Dictionary of Greek
Ντάρελ, Λόρενς — (Lawrence George Durrell, 1912 – 1990). Άγγλος ποιητής και πεζογράφος (Ινδία 1912). Έζησε για μεγάλο διάστημα στην Κέρκυρα και ύστερα, ως διπλωμάτης, στην Αίγυπτο. Η πόλη της Αλεξάνδρειας αποτέλεσε το φόντο του Κουαρτέτου της Αλεξάνδρειας, μιας… … Dictionary of Greek
ДРЕВНЯЯ ГРЕЦИЯ — территория на юге Балканского п ова (см. также статьи Античность, Греция). История Д. Г. охватывает период с нач. II тыс. до Р. Х. по нач. I тыс. по Р. Х. География и этнография Фестский диск. XVII в. до Р. Х. (Археологический музей в Ираклио,… … Православная энциклопедия